διαχωριζόμενα

διαχωριζόμενα
διαχωρίζω
separate
pres part mp neut nom/voc/acc pl
διαχωρίζω
separate
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαχωριζομένας — διαχωριζομένᾱς , διαχωρίζω separate pres part mp fem acc pl διαχωριζομένᾱς , διαχωρίζω separate pres part mp fem gen sg (doric aeolic) διαχωριζομένᾱς , διαχωρίζω separate pres part mp fem acc pl διαχωριζομένᾱς , διαχωρίζω separate pres part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”